- εγγίγνομαι
- ἐγγίγνομαι (Α)1. γεννιέμαι, υπάρχω σε κάτι2. (για παράσιτο ζωύφιο) αναπτύσσομαι στο δέρμα3. (για πράγματα, ιδιότητες κ.λπ.) είμαι έμφυτος4. (για γεγονότα) γίνομαι, συμβαίνω5. (για συνομιλία) παρεμβάλλομαι, μεσολαβώ6. απρόσ. επιτρέπεται, είναι δυνατό.
Dictionary of Greek. 2013.